Ένας από τους συνηθέστερους οικογενειακούς προορισμούς μας κατά τη διάρκεια της παιδικής και προεφηβικής μου ηλικίας ήταν η Θεσσαλονική. Πηγαίναμε για Σαββατοκύριακο μουσαφίρηδες στο σπίτι της γιαγιάς και από ένα σημείο και μετά κατεβαίναμε συχνά στα βιβλιοπωλεία του κέντρου και πιο συγκεκριμένα στη "Σύγχρονη Εποχή". Εγώ ανάμεσα στα άλλα έψαχνα και οτιδήποτε σκακιστικό σε μια εποχή που το σκακιστικό υλικό ήταν δυσεύρετο. Αν εξαιρέσουμε τους δύο τόμους του Σιαπέρα, που τους είχα από 2-3 αντίτυπα καθώς αποτελούσαν σταθερά ένα από τα βραβεία στα τουρνουά που συμμετείχα, υπήρχαν τα δύο βιβλία του Ρωμύλου Χριστόπουλου, "Οι καλύτερες Ελληνικές παρτίδες του 1985" και το αντίστοιχο για το 1987. Το πρώτο μου το είχε κάνει δώρο ο δάσκαλός μου τότε, και εν πολλοίς και τώρα, στο σκάκι ο Δημήτρης Δεληθανάσης, ενώ το άλλο δε θυμάμαι πώς είχε πέσει στα χέρια μου. Κάποια στιγμή βγήκε και το βιβλίο του Γρίβα για την Ισπανική το οποίο είχα διαβάσει τόσες πολλές φορές που θυμάμαι τη σειρά των βαριαντών παρόλο που η τύχη του αντιτύπου μου αγνοείται εδώ και χρόνια. 2-3 ξεσκισμένα τεύχη του Diva Caissa, ένα του Σκακιστικού Παρατηρητή, μερικά ΜΑΤ και ένα bulletin από κάποιο διεθνές τουρνουά της Καλλιθέας, του 82 νομίζω, αποτελούσαν τη σκακιστική μου βιβλιοθήκη.
Τα σκακιστικά μου λάφυρα από τις εξορμήσεις αυτές στη Θεσσαλονίκη περιορίζονταν σε κάποια τεύχη του Ρώσικου περιοδικού 64 και 3-4 bulletin της Ολυμπιάδας του 88, μέχρι που κάποια φορά επισκεφτήκαμε το βιβλιοπωλείο του "Μόλχο" που είχε δύο ράφια αφιερωμένα σε αγγλόφωνα σκακιστικά βιβλία. Μη με ρωτάτε γιατί τα δύο βιβλία που διάλεξα την πρώτη φορά ήταν τα Classical Caro Cann των Kasparov και Shakarov και το Queen's Indian Defence του Geller, δύο βιβλία προφανέστατα άχρηστα σε μένα στην ηλικία εκείνη. Φυσικό επακόλουθο το γεγονός πως δεν έχω παίξει ούτε μια φορά στη ζωή μου ένα από αυτά τα ανοίγματα με τα μαύρα. Την επόμενη φορά ήμουν πιο προετοιμασμένος και από τα 10-15 βιβλία που είχα προσημειώσει και βρει τους ISBN κωδικούς τους έμελλε να είναι διαθέσιμα εκείνη την ημέρα δύο. Το Think Like a Grandmaster του Alexander Kotov και το Bent Larsen, Master of Counter-Attack.
Από τότε το βιβλίο του Larsen βρίσκεται πάντα διαθέσιμο πάνω σε κάποιο τραπέζι ή δίπλα σε κάποιο κρεββάτι και το μετέφερα από σπίτι σε σπίτι στις μετακομίσεις ακόμα και σε εποχές που δεν ασχολούμουν καθόλου με το σκάκι. Το επίπεδο του παιχνιδιού μου άλλωστε έμεινε στάσιμο και οι παύσεις μεταξύ των περιόδων που έπαιζα σκάκι συνεχώς και πιο μεγάλες σε διάρκεια, φτάνοντας μέχρι και τα 10 χρόνια. Όμως τις παρτίδες αυτού του βιβλίου τις έχω παίξει αρκετές φορές, ενώ τα εισαγωγικά σημειώματα και τα σχόλια στις παρτίδες του Bent Larsen τα έχω διαβάσει δεκάδες φορές συνήθως ανοίγοντας στην τύχη το βιβλίο για συνοδεία ενός πρωινού καφέ, μέσα σε κάποιο τρένο ή λίγο πριν κοιμηθώ ακόμα και όταν δεν γνώριζα ποιος είναι ο κάτοχος του παγκόσμιου τίτλου ή που θα διεξαχθεί η επόμενη Ολυμπιάδα. Έτσι δεν είναι τυχαίο πως χθες το βράδυ το συγκεκριμένο βιβλίο βρισκόταν σε μια άκρη του καναπέ που "συχνάζουν" σκακιστικά βιβλία όταν στο διάλειμμα μιας ταινίας της οποίας το τέλος δεν έμαθα ποτέ και μετά από ένα μηχανικό refresh στο blog του γάτου, έβαλα τα χέρια πίσω από το κεφάλι και αναφώνησα "Πέθανε ο Larsen!!"
Στις αρχές της δεκαετίας του 50, η φράση "Δανός σκακιστής" αποτελούσε μια γερή υποψηφιότητα για το πιο σύντομο ανέκδοτο. Η ισχύς της Δανίας στα πρώτα χρόνια του μεσοπολέμου ήταν μια μακρινή ανάμνηση, στη Δυτική Ευρώπη το σκάκι ήταν ανύπαρκτο και βρισκόμασταν στις αρχές της Σοβιετικής κυριαρχίας. Οι ΗΠΑ και κυρίως η Αργεντινή με τους εμιγκρέδες της από την Ολυμπιάδα του 1939 αποτελούσαν τις μοναδικές σκακιστικές δυνάμεις εκτός του Ανατολικού μπλοκ. Μέσα σε αυτό το κλίμα η 4η θέση του Bent Larsen στο παγκόσμιο Νέων του 1951 έκανε σχετική αίσθηση. Δύο χρόνια αργότερα ο 18χρονος πια Δανός θα έρθει 5ος στην ίδια διοργάνωση πίσω από τους Panno, Darga, Olafsson και Ivkov σε ένα σχετικά ισχυρό τουρνουά. Την επόμενη χρονιά θα κερδίσει το πρωτάθλημα Δανίας κάτι που θα επανέλαβε κάθε φορά που θα συμμετείχε στο μέλλον, δηλαδή άλλες έξι φορές. Η εξέλιξη του μέχρι τότε σε σχέση με την ηλικία του ήταν πολύ αργή. Ο Φίσερ στα 16 του θα έπαιζε Interzonal, ο Tal ήταν από τους κορυφαίους στο κόσμο, ο Kasparov είχε γίνει πρωταθλητής ΕΣΣΔ. Ο Larsen σίγουρα δεν είναι από τα παιδιά-θαύματα. Την ίδια χρονιά, στο ντεμπούτο του σε σκακιστική ολυμπιάδα, στο Amsterdam, θα κάνει 13.5/19 έστω και στο B Γκρουπ, θα κερδίσει το χάλκινο μετάλλιο για το 3ο καλύτερο αποτέλεσμα στην πρώτη σκακιέρα - πίσω από Botvinik και Kupper (Ελβετία) - και θα του απονεμηθεί ο τίτλος του ΙΜ. Η υπέρβαση όμως, η στιγμή κατά την οποία ο Larsen μπαίνει στην παγκόσμια σκακιστική ελίτ ήρθε δύο χρόνια αργότερα στην επόμενη Ολυμπιάδα, στη Μόσχα. Εκεί με 14 στα 18 και μάλιστα στο Α Γκρουπ, αήττητος με όλους τους GM που αντιμετώπισε του Botvinik συμπεριλαμβανομένου και με νίκη-έκπληξη επί του Gligoric, θα πάρει το χρυσό μετάλλιο στη σκακιέρα του και τον τίτλο του Grandmaster. Για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια θα είναι στην κορυφή.
Ο Larsen αυτά τα 15 χρόνια θα εξελισσόταν σε έναν από τους ισχυρότερους παίκτες τουρνουά της ιστορίας. Μπορεί στις Ολυμπιάδες να μην μπόρεσε ποτέ να επαναλάβει το θρίαμβο του 56, μπορεί στα ματς να έχανε με βαριά σκορ, βλ. Fischer, ή να έχανε από παίκτες με τους οποίους είχε θετικό σκορ μέχρι εκείνη τη στιγμή, βλ. Portisch, όμως στα τουρνουά ήταν εντυπωσιακός. Πρώτος μόνος ή σε ισοβαθμία στο Hastings, Mar de Plata, δύο φορές στο Beverwijk (προπομπό του Hoogovens, Wijk Aan Zee, Corus), σε ζονάλ, στη Χάβρη, στην Αβάνα, στο Winnipeg, στην Πάλμα της Μαγιόρκα, στο US Open, στο Canadian Open, στο Lone Pine, στο Buenos Aires. Πρωτιά στο interzonal του Amsterdam το 1964, στο interzonal του Sousse στην Τυνησία το 1967, ενώ στο Biel το 1977 γίνεται ο πρώτος στην ιστορία που κερδίζει για τρίτη φορά κάποιο interzonal, επίτευγμα που θα ισοφάριζε ο Tal δύο χρόνια αργότερα στη Ρίγα.
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά του σκακιστή Larsen ήταν το πλατύ του ρεπερτόριο ανοιγμάτων. Ο ίδιος έχει γράψει πως πάντα τον έλκυαν οι "κακόφημες" βαριάντες, αυτές για τις οποίες η θεωρία είχε βγάλει κάποια βιαστικά συμπεράσματα και ο ίδιος αναζωογονούσε με τις ιδέες του. Ο Larsen είναι ίσως ο μόνος σκακιστής τόσο υψηλού επιπέδου στην ιστορία - με πιθανό δεύτερο τον Ivanchuk - που ήταν ικανός να παίξει οτιδήποτε. e4, d4, c4, nf3, g3, f4, b3 (φόβητρο στα χέρια του), γκαμπί του βασιλιά, Βιεννέζικη, αντίστροφα ανοίγματα με τα λευκά. Σικελικές, Κάρο Καν, Πιρτς, Ινδική του Βασιλιά, Ινδική της Βασίλισσας, Μπογκοινδική, Ολλανδική, Μπενόνι, Αλιέχιν, Γκρύνφελντ. Πάνω από 50 παρτίδες του έχουν κωδικό ανοίγματος A00, δηλαδή "Ανώμαλο Άνοιγμα". Έπαιζε με τα μαύρα όταν έδινε σιμουλτανέ, έκανε ακραίο σκακιστικό τουρισμο μετά το 1970 παίζοντας συνεχώς χωρίς να νοιάζεται για το αποτέλεσμα, έκανε γενικώς πράγματα που οι άλλοι δεν έκαναν σε μια εποχή που θριάμβευε το επιστημονικό σκάκι των Σοβιετικών και η μεθοδική προετοιμασία. Σε μια εποχή που ο Botvinik έλεγε πως όποιος παίζει πάνω από 3 τουρνουά το χρόνο είναι βλάκας.
Ένα άλλο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό, του ανθρώπου Larsen αυτή τη φορά, είναι το ότι όλοι τον συμπαθούσαν, ακόμα και αυτοί που δεν συμπαθούσαν γενικά κανέναν εκτός από τον εαυτό τους. Έτσι ο Fischer του παραχώρησε την πρώτη σκακιέρα στο περιβόητο ματς ΕΣΣΔ εναντίον μικτής κόσμου το 1970 και ας δεχτούμε πως αυτό το έκανε κυρίως για να αποφύγει τον Σπάσκυ. Όμως δεκαετίες αργότερα και ενώ ήταν ήδη στην Ισλανδία μετά το πολιτικό άσυλο που του προσφέρθηκε εκεί ο Fischer είπε πως το 6-0 στο μεταξύ τους ματς ήταν άδικο αποτέλεσμα καθώς ο Larsen υπέφερε από τη ζέστη στο Denver και πως το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό σε άλλη τοποθεσία. Ας μην ξεχνάμε πως ο Fischer είχε διαλέξει για βοηθό του τον Larsen στο τουρνουά διεκδικητών του 1959 στη Γιουγκοσλαβία ενώ γενικά δούλευε μόνος του και δεν είχε εμπιστοσύνη σε κανέναν. Όμως και ο Donner στο De Tijd την 1η Φεβρουαρίου του 1958 έγραφε:
"Για να φτάσει κανείς σε επίπεδο grandmaster δεν υπάρχει αμφιβολία πως χρειάζεται γνώσεις και διορατικότητα. Αλλά στην κορυφή του κόσμου, στους 50 πρώτους, εκεί που οι γνώσεις και η διορατικότητα είναι δεδομένα, είναι τελείως διαφορετικά τα χαρακτηριστικά που πρέπει κάποιος να έχει για να ξεχωρίσει. Η δύναμη της προσωπικότητας, η αυτοπεποίθηση και η μαχητικότητα είναι αυτά που αποφασίζουν τον νικητή στις διοργανώσεις όπου συμμετέχουν οι καλύτεροι του κόσμου. Από αυτήν την άποψη ο Larsen είναι πολύ προικισμένος καθώς έχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, τη σπάνια σε αυτό το επίπεδο ικανότητα να αποκομίζει απέραντη ευχαρίστηση παίζοντας σκάκι. Γιατί μη γελιέστε. Οι περισσότεροι κορυφαίοι θεωρούν μια παρτίδα σε αυτό το επίπεδο ως μια αποκρουστική εμπειρία, ένα βασανιστήριο. Είναι ένας από τους ελάχιστους σκακιστές που γνωρίζω για τον οποίο το να κερδίσει έχει λιγότερη σημασία από το να παίξει το παιχνίδι. Μη παρεξηγείται τα λόγια μου. Ο Larsen παίρνει το σκάκι πολύ στα σοβαρά, είναι μανιακός με το παιχνίδι. Αλλά είναι η διασκέδαση που τον έχει κάνει μανιακό. Οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους θεωρούν πως το σκάκι δεν αξίζει τη φοβερή προσπάθεια που απαιτεί. Παίζουν για τα λεφτά ή για τη δόξα της νίκης. Στην καλύτερη περίπτωση παίζουν για το lifestyle, για την παρέα των άλλων σκακιστών, για τα ταξίδια. Κάποιος σαν τον Capablanca για παράδειγμα, ο οποίος θεωρούσε τον εαυτό του υπεράνω του σκακιού, προτιμούσε το ντόμινο από το σκάκι και θεωρούσε πως το σκάκι θα πεθάνει. Ο Larsen αναπνέει για να παίζει σκάκι"
Η ιστορία πάντως δεν δικαίωσε τον Donner. O Larsen δεν ήταν σαν τον Najdorf ή σαν τον Korchnoi που θα πεθάνει πάνω στη σκακιέρα. Το 2002 σταμάτησε να συμμετέχει σε τουρνουά. Έπαιξε σε 2-3 διοργανώσεις σε πολύ χαλαρό στυλ τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Στο τελευταίο έκανε 0/9 παίζοντας παλαβά ανοίγματα, όπως 1...a5, κάνοντας την πλάκα του. Σιγά-σιγά σταμάτησε τις επισκέψεις του στην Ευρώπη και τα πολλά ταξίδια μένοντας μόνιμα με την γυναίκα του στην Αργεντινή. Την Πέμπτη μας άφησε. Ένας από τους ισχυρότερους σκακιστές που δεν έγινε ποτέ παγκόσμιος πρωταθλητής δεν είναι πια εδώ.
6 σχόλια:
Πολυ καλογραμμενο!
"ο Larsen είναι πολύ προικισμένος καθώς έχει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, τη σπάνια σε αυτό το επίπεδο ικανότητα να αποκομίζει απέραντη ευχαρίστηση παίζοντας σκάκι."
Αυτή πάντως η παρατήρηση του Donner είναι πέρα για πέρα αληθινή. Από χιλιόμετρα φαίνεται η διαφορά μεταξύ των παικτών που απλά είναι καλοί στο σκάκι και αυτών που δεν χορταίνουν να παίζουν!
Φωτογραφικό και όχι μόνο αφιέρωμα στον Bent Larsen από τον ιστορικό του σκακιού Edward Winter
http://www.chesshistory.com/winter/extra/larsen.html
Ο Lubosh Kavalek για τον Bent Larsen
http://www.huffingtonpost.com/lubomir-kavalek/chess-great-bent-larsen-d_b_712997.html
Αποχαιρετισμός στον Larsen από το αγαπημένο ιταλικό blog
http://soloscacchi.altervista.org/?p=13171
Συνέντευξη του Bent Larsen από το 1968
http://www.nwchess.com/articles/people/Larsen_Interview.pdf
Δημοσίευση σχολίου